- μερδικό
- τοτο μερίδιο, το μερτικό (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μερδικό — το (Μ μερδικό και μερδικόν) βλ. μερτικό … Dictionary of Greek
μερτικό — και μερδικό, το (Μ μερτικό[ν] και μερδικό[ν] και ἐμερτικόν και μεριδικόν) 1. αυτό που αναλογεί σε κάποιον από μοιρασιά ή κληρονομιά, μερίδιο («πήρε το μερτικό του από την κληρονομιά και τό πούλησε σε ξένους») 2. ίση ή ανάλογη μερίδα, τμήμα,… … Dictionary of Greek
απόμοιρα — ἀπόμοιρα, η (Α) μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + μοίρα (< μείρομαι) «μερίδιο, μερδικό»] … Dictionary of Greek